νεογιλῶν

νεογιλῶν
νεογιλής
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
νεογῑλῶν , νεογιλός
new-born
fem gen pl
νεογῑλῶν , νεογιλός
new-born
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μελανοδοντία — η πάθηση που προσβάλλει την αδαμαντίνη και στη συνέχεια την οδοντίνη ουσία τών νεογιλών οδόντων, οι οποίοι παίρνουν μαύρο ή καστανό χρώμα και σταδιακά εμφανίζουν καταστροφή τής μύλης τους …   Dictionary of Greek

  • οδοντοκλάστης — ο ιατρ. μεγάλο πολυπύρηνο κύτταρο το οποίο ανήκει στην κατηγορία τών κυττάρων που συντελούν στην απορρόφηση τών ριζών τών νεογιλών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odontoclast < ὀδούς, ὀδόντος + κλάστης (< κλῶ «σπάζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”